- προδιαλλάσσω
- Ασυνδιαλλάσσομαι προηγουμένως («προδιαλλάσσειν αὐτοῑς θεόν», Λιβάν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διαλλάσσω «συμφιλιώνω, συνδιαλλάσσω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προδιαλλάξαντας — προδιαλλάσσω reconcile first aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)